- εγνωσμένος
- η, ον1) известный, признанный; 2) бесспорный, неоспоримый;
εγνωσμένη αλήθεια — бесспорная истина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγνωσμένη αλήθεια — бесспорная истина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐγνωσμένος — γιγνώσκω come to know perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek